εκκλησιάζω

εκκλησιάζω
μετ. водить в церковь;

εκκλησιάζομαι — ходить в церковь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκκλησιάζω" в других словарях:

  • ἐκκλησιάζω — hold an assembly pres subj act 1st sg ἐκκλησιάζω hold an assembly pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκκλησιάζω — (AM ἐκκλησιάζω) μσν. νεοελλ. 1. οδηγώ στη χριστιανική εκκλησία για παρακολούθηση τής ακολουθίας («οι δάσκαλοι εκκλησιάζουν τους μαθητές») 2. ἐκκλησιάζομαι μετέχω στη Θεία Λειτουργία …   Dictionary of Greek

  • εκκλησιάζω — εκκλησίασα, εκκλησιάστηκα, μτβ. 1. οδηγώ κάποιον στο ναό για παρακολούθηση της θείας λειτουργίας: Εκκλησιάζει τα παιδιά του συχνά. 2. το μέσ., εκκλησιάζομαι πηγαίνω στο ναό και παρακολουθώ τη θεία λειτουργία και γενικά παρακολουθώ όλες τις ιερές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκκλησιάζετε — ἐκκλησιάζω hold an assembly pres imperat act 2nd pl ἐκκλησιάζω hold an assembly pres ind act 2nd pl ἐκκλησιάζω hold an assembly imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκλησιάζῃ — ἐκκλησιάζω hold an assembly pres subj mp 2nd sg ἐκκλησιάζω hold an assembly pres ind mp 2nd sg ἐκκλησιάζω hold an assembly pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκλησιάσει — ἐκκλησιάζω hold an assembly aor subj act 3rd sg (epic) ἐκκλησιάζω hold an assembly fut ind mid 2nd sg ἐκκλησιάζω hold an assembly fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκλησιάσουσι — ἐκκλησιάζω hold an assembly aor subj act 3rd pl (epic) ἐκκλησιάζω hold an assembly fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκκλησιάζω hold an assembly fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκλησιαζομένων — ἐκκλησιάζω hold an assembly pres part mp fem gen pl ἐκκλησιάζω hold an assembly pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκλησιαζόμενον — ἐκκλησιάζω hold an assembly pres part mp masc acc sg ἐκκλησιάζω hold an assembly pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκλησιαζόντων — ἐκκλησιάζω hold an assembly pres part act masc/neut gen pl ἐκκλησιάζω hold an assembly pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκλησιάζει — ἐκκλησιάζω hold an assembly pres ind mp 2nd sg ἐκκλησιάζω hold an assembly pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»